Ακούγοντας Λογοτεχνία

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Κόσμος / 12.08.22 ]

(Αντόνιο Ταμπούκι, Requiem: μια παραίσθηση, μετ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, ΑΓΡΑ, 1999).

        Ο Αντόνιο Ταμπούκι (Πίζα 1943 - Λισαβόνα 2012), είναι ένας χαρακτηριστικός αντιπρόσωπος της τελευταίας γενιάς ιταλών μυθιστοριογράφων. Διευθυντής σε διάφορα Ιταλικά Μορφωτικά Ινστιτούτα, διανοούμενος προικισμένος και εκλεπτυσμένος, που έκανε γνωστό στην Ιταλία τον πορτογάλο συγγραφέα Φερνάντο Πεσόα, ο Ταμπούκι δημοσίευσε συνήθως μικρά, σύντομα μυθιστορήματα, στα οποία ξαναβρίσκονται –αναμειγμένα με το προσωπικό του ύφος – μοτίβα και τύποι που είναι πια «κοινοί τόποι»: περιπτώσεις που, επιφανειακά καθημερινές, είναι γεμάτες σκιές και ασάφειες. Έρευνες που μοιάζουν με «αστυνομικά αινίγματα» που απλώνονται σε μάταιες αναζητήσεις γύρω από τον τελικό σκοπό και το νόημα της ζωής. Τοπία που χάνουν κάθε τους υπόσταση. Γεγονότα που συνεχώς αναδιπλώνονται στο αντίστροφό τους.

        "Αυτή η ιστορία, που εκτυλίσσεται μια Κυριακή του Ιουλίου σε μια Λισαβόνα έρημη και αυτή, αποτελεί το Requiem που αναγκάστηκε να εκτελέσει μ’ αυτό το βιβλίο το πρόσωπο που αποκαλείται «εγώ». Αν ρωτήσει κανείς γιατί η ιστορία αυτή γράφτηκε στα πορτογαλικά, η απάντηση είναι ότι μια ιστορία σαν κι αυτή, μόνο στα πορτογαλικά θα μπορούσε να γραφτεί.

        Τίποτε άλλο. Πρέπει να διευκρινιστεί επίσης και κάτι άλλο: κανονικά ένα Requiem θα έπρεπε να γραφτεί στα λατινικά, έτσι τουλάχιστον επιβάλλεται από την παράδοση. Όμως στα λατινικά τυχαίνει να μην είμαι καλός. Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να γράψω ένα Requiem στη δική μου γλώσσα, και ότι μου ήταν απαραίτητη μια γλώσσα διαφορετική: μια γλώσσα που να είναι για μένα χώρος στοργής και περισυλλογής.

        Αυτό το Requiem εκτός από «σονάτα» είναι επίσης και ένα όνειρο, που κατά τη διάρκειά του ο πρωταγωνιστής συναντά ζώντα και νεκρά πρόσωπα συγχρόνως: πρόσωπα, πράγματα και τόπους που ίσως να είχαν ανάγκη από μια προσευχή, την οποία ο πρωταγωνιστής μου έλεγε με τον δικό του τρόπο, μέσα από ένα μυθιστόρημα. Αλλά, πρωτ’ απ’ όλα, αυτό το βιβλίο είναι η ανταπόδοση χάρης σε μια χώρα που υιοθέτησα και με τη σειρά της με υιοθέτησε, σ’ έναν λαό που με αγάπησε και που, με τη σειρά μου, αγάπησα κι εγώ.

        Αν κάποιος παρατηρήσει ότι αυτό το Requiem δεν εκτελέστηκε με την επισημότητα που αρμόζει σε ένα Requiem, δεν έχω παρά να συμφωνήσω μαζί του. Η αλήθεια πάντως είναι ότι προτίμησα να παίξω τη μουσική του όχι σ’ ένα αρμόνιο, όργανο καθαρά εκκλησιαστικό, αλλά με μια φυσαρμόνικα, που χωρά στην τσέπη ή μ’ ένα ακορντεόν που το παίρνεις μαζί σου στο δρόμο. Όπως ο Ντράμοντ ντε Αντράντε έτσι κι εγώ αγαπούσα τη φτηνή μουσική. Κι όπως έλεγε, δεν θέλω για φίλο μου τον Χέντελ ούτε ακούω τη μουσική των αρχαγγέλων. Μου αρέσει αυτό που μου φέρνει ο δρόμος, δίχως μήνυμα, που χάθηκε όπως χανόμαστε κι εμείς."

*Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ

Artinews 21-8-2021