Αενάως ταξιδεύοντας

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 29.07.17 ]

Κνησμός. Στην πλάτη και στα χέρια. Πιθανόν από αόρατο νυχτερινό εισβολέα. Στο Δέλτα του Νείλου ολόκληρη αποικία από φτερωτούς επιδρομείς. Απόψε ταξίδεψες στη χώρα των Φαραώ. Και προχτές στη χώρα των Μάγια. Νυχτερινά δρομολόγια. Φεύγεις. Όλο φεύγεις. Από λιμάνι σε λιμάνι, από σταθμό σε σταθμό. Το σώμα σου, ένας όρχος οχημάτων, που σαλπίζει αναχώρηση. Και τα πόδια αεροπλάνα που απογειώνονται. Σε τροχιά από τον έναν πόλο στον άλλον. Μια χρωματιστή μπίλια ο κόσμος, που στη χούφτα σου την κλείνεις.

Σουρουπώνει. Και οι σκιές μακραίνουν. Κλικ κλικ! Οπτική γωνία. Με την κάμερα πλάνα επιλέγεις –κοντινά ή μακρινά. Εστιάζεις. Στέπες και έρημοι, ωκεανοί και ζούγκλες. Διαλέγεις και πλάθεις. Προς τη Δύση στρέφεσαι, μια καινούργια σχέση με τα τοπία συντηρώντας. Κλικ κλικ! Την τυφλότητα αποτάσσεις και το σύμπαν από την αρχή συντάσσεις. Στα όνειρα των άλλων απρόσκλητος εισβάλλεις. Τακτοποιείς τις ακτογραμμές, τις οροσειρές, τα νησιά και τις κοιλάδες. Παίρνεις το Περού και στη Σιβηρία το βάζεις. Την Ύδρα στο Μπαγκλαντές καρφώνεις. Με υετούς τη Σαχάρα πλημμυρίζεις και στην καθ’ ημάς Ανατολή τον ανελέητο λίβα απομακρύνεις. Στην Ινδία την πριγκίπισσα Αούντα ερωτεύεσαι. Στα ηφαίστεια σπόρους φυτεύεις και κήπους κρεμαστούς φαντάζεσαι. Κι εκεί, στο φρύδι του κόσμου για μια στιγμή ξέπνοος στέκεσαι, Αλφειός νιώθεις και στην Αρέθουσα χύνεσαι.

Και τα χαράματα κατάκοπος Φιλέας Φογκ επιστρέφεις. Στη Γυμνή ζωή σου. Στο λευκό κελί σου, στη σύντροφο κλίνη σου, στη μάντρα του ασύλου ευνουχισμένος –δεν έχει σημασία αυτό. Τις νύχτες της σιωπής ταξιδευτής αισθάνεσαι. Και το ταξίδι θυμάσαι. Και γίνεσαι. Ακέραιος. Από την αρχή παροδικός. Όταν τα σχήματα λόγου παρέλθουν και κλείσουν. Στο βιβλίο της γραφής σου παλίμψηστος εκ νέου ορθώνεσαι.

Κλικ κλικ!

Τα στίγματα όσο κι αν τα ξύσεις, δύσκολα εξαλείφονται, κι είν’ η καρδιά σου κάρβουνο.Τα στίγματα. Σταθμοί ανεξίτηλοι που αενάως σε ταξιδεύουν δίχως δεκανίκια.