Όταν ο Μίκης έκλαψε

[ ARTI news / Ελλάδα / 21.06.17 ]

«Ο άνθρωπος που δεν έκλαψε όταν του συνέθλιψαν το πόδι και όταν τον έθαψαν ζωντανό στη Μακρόνησο, όταν τον πέταξαν μέσα σε βόθρο στην Ικαρία, όταν τον πήγαιναν για εκτέλεση στην Τρίπολη, όταν έκανε αιμόπτυση στον Ωρωπό, μόλις έχει τελειώσει την διεύθυνση της «Άρνησης» και ένας λυγμός συγκίνησης του ξεφεύγει. Λυγίζουν και οι Γίγαντες!» Φίλοι του Μίκη Θεοδωράκη

"[...] Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή." Άρνηση, του Γιώργου Σεφέρη

Ο γίγαντας Μίκης Θεοδωράκης (σαν την Ελλάδα κάποτε), καθηλωμένος στην αναπηρική πολυθρόνα (σαν την Ελλάδα τώρα), δεν μπορεί να περπατήσει, να σταθεί όρθιος να διευθύνει την ορχήστρα του (σαν την Ελλάδα που δεν μπορεί να διευθύνει τη ζωή της).

Και 'κει που τελειώνει το τραγούδι [πήραμε τη ζωή μας λάθος! κι αλλάξαμε ζωή] συγκινείται, δακρύζει, σκύβει και κρύβει το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του.

Ακόμα και χωρίς να το συνειδητοποιήσει, για άλλη μια φορά, ο παγκόσμιος έλληνας καλλιτέχνης, εξέφρασε το κοινό αίσθημα ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ του σήμερα. Το κοινό αίσθημα που συμπεριλαμβάνει και συνθέτει όλα τα συναισθήματα που έχει ζήσει κάθε ένας από μας και όλοι μαζί τα τελευταία χρόνια.

Γι' αυτό τον ευγνωμονούμε, όχι μόνο για όσα μας χάρισε στο παρελθόν, μέσα από την τέχνη, τους αγώνες και τον λόγο του, μα και γι' αυτή την καθηλωτική και συγκλονιστική στιγμή που θα μείνει στην ιστορία, για να θυμόμαστε, και κυρίως για να μην ξεχνάμε, πόσο πονέσαμε, πόσο αγωνιστήκαμε, αλλά και πόσο καθηλωθήκαμε, χάσαμε το δρόμο μας, πόσο ξεχάσαμε να περπατάμε όρθιοι, αυτή την περίοδο της κρίσης.

Και αν δεν το νιώσουμε αυτό το αίσθημα, κι αν δεν κατανοήσουμε αυτά που έχουμε μέσα μας, δεν πρόκειται "ν' αλλάξουμε ζωή", να σταθούμε στα πόδια μας και να γίνουμε οι πραγματικοί μαέστροι τής ζωής μας.

Ας υπήρχε έστω κι ένας πρωθυπουργός αυτής της χώρας, να σκύψει, να δακρύσει, να κρύψει μέσα στα χέρια του το πρόσωπό του για την Ελλάδα (του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος). Έστω ένας. Τότε ίσως να υπήρχε ελπίδα…»