Όνειρο ήταν...

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 04.09.17 ]

Με καρδιά αγνή σαν απάτητο χιόνι περπατούσε κάτω από τις σταγόνες της βροχής ρουφώντας τον ουρανό στα πνευμόνια του, η ευτυχία τού τραβούσε τα σωθικά, φώλιαζε μέσα του, όριζε αυτό που πάντα απαιτούσε  η ψυχή του, μια Αγάπη τα πάντα να γεμίζουν νόημα, την ομορφιά σε φευγαλέες στιγμές κι αναλαμπές, μια σταγόνα νερό στην άκρη της διψασμένης του γλώσσας, με ολόκληρο το σώμα του μιλάει η Αγάπη, στο στόμα του η γλυκύτητα των γινωμένων μήλων, με χέρια κουπιά πλέει στο σύμπαν, κρατάει την Αγάπη σαν φυλακτό, ώσπου να γίνει ανάμνηση, από ένα λουλούδι φτιάχνει έναν κήπο, από μία μόνο λέξη ολόκληρο ποίημα, από ένα χαμόγελο  αγγίζει τον παράδεισο κι όλες οι μέρες είναι Κυριακή…

Κι ύστερα ξυπνάει απότομα, τινάζεται σπαρταρώντας  με ένα πανικόβλητο βαρύ λαχάνιασμα, το στόμα του κατάξερο σαν στερεμένη βρύση, σαν να κοιμήθηκε πάνω σε καρφιά, ένα φρικτό αίσθημα παγωνιάς τον κατακλύζει σαν τσουνάμι, το κορμί του ναυαγισμένο, σαν παλιόξυλο που το ξέβρασε το κύμα, αφουγκράζεται τη νύχτα, η βροχή έχει από ώρα σταματήσει, μόνο ένας θρηνητικός αέρας γάβγιζε λυσσασμένα στα πορτοπαράθυρα, αναθυμάται το όνειρο, τη σκοτεινή μορφή που τον καλούσε, έλα, έλα, χάρισέ μου ένα πέπλο λησμονιάς για τους ψυχρούς δυσοίωνους καιρούς, έλα, έλα, και σ΄ αυτή τη μικρή λέξη περικλείονταν χρόνια μοναξιάς, κι ύστερα  πλέει μέσα σε ένα απαλό γαλάζιο σύννεφο, μια αίσθηση καθησυχαστική σαν ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, ένα φιλεύσπλαχνο χέρι στο πρόσωπό του, ξυπνάει απότομα, λεηλατημένος και έρημος, ψαύει το μέτωπό του, μια πορφυρή χαρακιά το σημαδεύει…

 Όνειρο ήταν…