Tο τελευταίο σύκο

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 09.09.17 ]

Μέσα Ιούλη, ολόκληρο τον Αύγουστο, κάθε που γύριζε τα μεσημέρια σπίτι, συνήθιζε να σταματάει το αυτοκίνητο στη συκιά του δρόμου, λίγα μέτρα, μακριά από το σπίτι της. Κατέβαινε με κάποια προσοχή, ρίχνοντας είναι η αλήθεια κλεφτές ματιές ένα γύρω, σα να ’κανε κάτι απαγορευμένο.  Ύστερα άρχιζε ο ολιγόλεπτος τρύγος. Δυο μονοκοπανιά, δυο στο χέρι για μετά, -που ποτέ δεν τα ’τρωγε είναι η αλήθεια-, και την επομένη τα συναντούσε πολυκαιρισμένα στο αμάξι και τα πετούσε! Γιατί τα σύκα τρώγονται με όρεξη -σχεδόν ερωτική!- και πετιούνται το ίδιο άσκεφτα, σαν πολυκαιρισμένος έρωτας.

Το σπίτι της, φιλοξενούσε επίσης μια συκιά. Όχι στο έμπα του, -θεός φυλάξοι!- θα ήταν γρουσουζιά μεγάλη. Στο πίσω-πίσω μέρος του σπιτιού, εξορία σχεδόν, κατά το κοτέτσι. Αλλά αυτή κείνα τα σύκα σχεδόν τα περιφρονούσε. Όχι γιατί δεν ήταν νόστιμα –βασιλικά!- σα και του δρόμου. Το λόγο δεν τον ήξερε ακριβώς. Για ένα όμως ήταν σίγουρη. Πως τα σύκα τα γεύεται κάποιος μόνο στο δρόμο, ακριβώς τη στιγμή που τα ποθεί, και τα ξε-ποθεί αμέσως μετά! Κι όσες φορές μάζεψε σύκα για το τραπέζι, ή της προσφέρθηκαν  για δώρο, κατέληξαν στην καλύτερη περίπτωση μαρμελάδα. Στη χειρότερη και πιο συνηθισμένη, γλυκιά μαραγκιασμένη τροφή για τα κατοικίδια ή και τους σκούρκους.

Παιδί, είχε συνδυάσει το γλυκερό, μεθυστικό άρωμα της συκιάς με το χωριό της μάνας της, σαν το επισκέπτονταν κάθε καλοκαίρι! Εκεί προσπαθούσε να ξεδιαλύνει κιόλας μερικές από τις απορίες για να εισπράξει απαντήσεις ή κι αγριοκοιτάγματα. Ας πούμε, αν ρωτούσε τη μάνα «Τι σημαίνει συκιά ξεκώλωτη» εισέπραττε το δεύτερο. Πάντως η μητέρα την είχε διαφωτίσει για τον περίεργο ρόλο της συκιάς ανά τους αιώνες, αρχής γενομένης από το προπατορικό αμάρτημα, όπου συναίνεσε σχεδόν στο «αίσχος!» των πρωτόπλαστων, στη συνέχεια στην κατάρα του Ιησού του οποίου δεν εκόρεσε την πείνα με αποτέλεσμα «Μηκέτι εκ σου καρπούς γένηται εις τον αιώνα και εξηράνθη παραχρήμα η συκή!» μέχρι την αυτοκτονία του δύσμοιρου του Ιούδα μετά την προδοσία! Αλλά καθόσον η μητέρα εκπαιδευτικός στο επάγγελμα, η ενημέρωση έφτανε και σε πιο μακρινά χρόνια, στους συκο-φάντες επί Σόλωνος, -μαυραγορίτες ας πούμε της εποχής-, αλλά και στην λύκαινα της αρχαίας Ρώμης που μεγάλωσε το Ρώμο και το Ρωμύλο κάτω από τα κλαδιά της! Και «επιτέλους!» σκεφτόταν αυτή, να που οι Ρωμαίοι δεν την είχαν πια και σε τόσο κακό την έρμη τη συκιά. Το ίδιο από ότι πληροφορήθηκε τυχαία και οι εξ ανατολής, που ήθελαν τον Βούδα τους να πετυχαίνει το Μέγα Διαφωτισμό, καθισμένος τρεις ολόκληρες μέρες πάνω στα εύθραυστα κλαριά της!

Για την ίδια πάντως το τελευταίο, σχεδόν πένθιμο σύκο που αλίευε εκεί λίγο πριν τα μέσα του Σεπτέμβρη, σήμαινε πολλά. Πάνω απ’ όλα, το τέλος του καλοκαιριού!  Ύστερα τη σημασία του «μοναδικού, και δυσεύρετου!». Όταν υπάρχει αφθονία σε κάτι ποιος το σκέφτεται και το υπολογίζει; Στρώμα πατημένα σύκα, ένα με το έδαφος πλέον, αποδείκνυαν έμπρακτα τη ματαιότητα της πλεονεξίας, ακόμη και στη φύση! Καθόταν λοιπόν  μόνη στο αυτοκίνητο, και γευόταν ήσυχα πια, χωρίς λαιμαργία, αλλά με όλες τις αισθήσεις παρούσες, αυτό το θεσπέσιο καλοκαιρινό δώρο, αποχαιρετώντας την εποχή. Και σαν αντίλαλος μιας άλλης εποχής θαρρούσε πως άκουγε φωνές παιδιών.

Περπατώ, πα’ στη συκιά

Και φωνάζω κούι-κούι,

Μα κανένας δεν ακούει!

Να πρόκανε η μάνα μου,

Η σκύλα η αδερφή μου;

Επρόκανε ο άγγελος

Και πήρε τη ψυχή μου!