Ρεμπέτικο: των προλετάριων και των ηττημένων

[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 18.12.17 ]

 «Αντιλαλούνε τα βουνά κλαίνε τα κλαψοπούλια
ο Βελουχιώτης χάθηκε ψηλά σε μια ραχούλα
Τι έχεις κλαψοπούλι μου και χαμηλά κοιτάζεις
για πες μου τι σε πλήγωσε και βαριαναστενάζεις
Μαράθηκαν τα λούλουδα χάθηκε το φεγγάρι
ένας λεβέντης έσβησε που τον ελέγαν Άρη
Κείνος δε θέλει κλάματα δε θέλει μοιρολόγια
θέλει αγώνες και χαρές αρματωσιές και βόλια» 
 Μάθεσης -Χιώτης-Γενίτσαρης

Το ρεμπέτικο είναι το τραγούδι των ηττημένων, εκείνων που η ιστορία, όπως λέμε, γράφεται στις πλάτες τους. Μήτρα του ο Πειραιάς της εργατιάς, δημιουργοί του εργάτες ταπεινής καταγωγής, προλετάριοι, λούμπεν κατά μία έννοια, άνθρωποι εξοβελισμένοι στο περιθώριο, που ενίοτε κινούνταν στα όρια και της νομιμότητας. Είναι το τραγούδι του πόνου, του καημού και, προπαντός, του κοινωνικού αποκλεισμού. Λαϊκό, μοναχά λαϊκό, κατά κυριολεξία λαϊκό, σε μια σκληρή εποχή, όπου οι μεγάλες μάζες στα αστικά κέντρα αγκομαχούσαν από την ανέχεια. Η πιο γνήσια έκφραση μιας ολωσδιόλου αντιεξουσιαστικής κουλτούρας, ο πολιτισμός των υποτελών τάξεων σε μια από τις καλύτερες στιγμές του, παγκοσμίως. 

 Το ρεμπέτικο είναι τραγούδι και μουσική, τα μόνα ίσως που ξέρουμε, χωρίς μεταφυσική. «Στενόκαρδη κι αδούλευτη», κατά το παλαμικό, μέσα στο δωρικό μεγαλείο της. Ποίηση με τα στοιχειώδη μοναχά, με μια χούφτα νότες και με ακόμα λιγότερες λέξεις. Πόνοι, πάθη, έρωτες, εδώ δεν έχουν δεύτερη ανάγνωση ούτε αλληγορίες, συχνότατα δεν έχουν ούτε καν λυρισμό. Όλα κινούνται στα όρια του κυνισμού, στα μόνα όρια που αναγνωρίζει ο άνθρωπος ως ύλη.

Το σμυρναίικο τραγούδι, πάλι, πιο περίτεχνο, πιο «σπουδαγμένο», με ευρεία κοινωνική αποδοχή, ήταν η έκφραση των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων των πόλεων της Μικρασίας. Η κοινωνική διαφορά του Περιστέρη και του Βαμβακάρη, επί παραδείγματι, -επιλογέας ρεπερτορίου στην Columbia και αργότερα στη διοίκηση της Odeon και της Parlophone ο πρώτος, πρώην σφαγέας-εκδορέας ο δεύτερος- είναι δηλωτική όσων αντιπροσώπευαν.  Τους ένωσε η προσφυγιά, η ταξική έκπτωση που προλεταριοποίησε βίαια και μαζικά τους Μικρασιάτες, τους ένωσε, πέρα από την προφανή συγγένεια της μουσικής τους, και η αντιμετώπιση που τους επιφύλαξε η εν Ελλάδι συντηρητική διανόηση. Μνημειώδες το χρονογράφημα του Ζαχαρία  Παπαντωνίου στην εφημερίδα «Εμπρός» τον Ιούνιο του 1917, πριν καν εμφανιστούν στη δισκογραφία οι κλασικοί ρεμπέτες: «Λαμβάνω την τιμή να υποβάλω εις την πολιτείαν την ιδέαν ενός νομοσχεδίου: θα φορολογηθεί αμιλείκτως το σαντούρι, το οποίον είναι το πιάνο της Ασίας… θα φορολογηθούν τα καταστήματα όπου εκτελείται ασιατική μουσική, οι εκτελεστές ανατολίτικης μουσικής… Άρθρον ακροτελεύτιον: απαγορεύεται πάσα εισαγωγή ήχου εκ Σμύρνης». Φυσικά, σοβαρολογούσε.

Αλλά λίθον αναθέματος στο θεμέλιο λίθο της αυθεντικότερης καλλιτεχνικής έκφρασης των προλεταριοποιημένων μαζών έριξε και η αριστερά. Η οποία αρνείται, για δεκαετίες και για προφανείς λόγους, να υιοθετήσει ή, έστω, να δει με συμπάθεια την «αντιεπαναστατική», πεσιμιστική τέχνη της μαστούρας,  των χασικλήδων και των πρεζάκηδων που κατά καιρούς συναντιούνται με τους διωκόμενους κομμουνιστές στις φυλακές και τους τόπους εξορίας. Είναι αυτής της μορφής η παραβατικότητα, σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές, που δημιούργησε το ρήγμα, ώστε ο κατεξοχήν πολιτικός χώρος των συμφερόντων των από κάτω να στρέφει εμφαντικά το κεφάλι από την άλλη στην υψηλή τέχνη της φτωχολογιάς.

Δεν ήταν βέβαια οι ρεμπέτες στο σύνολό τους αριστεροί. Στα παραδείγματα  του Μπαγιαντέρα, του Παπάζογλου, του Μάθεση, του Χιώτη ή του Γενίτσαρη υπάρχουν άλλοι πολλοί απολίτικοι ή και εκείνοι που στάθηκαν στην αντίπερα όχθη, και με τον αστυφύλακα και με το χωροφύλακα. Αλλά η ταξικότητα της τέχνης τους, ως η μοναδική στην Ελλάδα, και από τις ελάχιστες στον κόσμο καλλιτεχνική έκφραση, βαθιά αντιεξουσιαστική, των περιθωριοποιημένων, παραμένει.

 Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου, στο  Ίλιον Plus, σύγχρονοι ερμηνευτές του ρεμπέτικου, (Μανώλης Δημητριανάκης, Κώστας Δουμουλιάκας, Αρετή Κετιμέ, Κομπανία, Βαγγέλης Κορακάκης, Βασίλης Κορακάκης, Γιώργος Ξηντάρης, Σπύρος Πατράς, Νίκος Πρωτόπαπας, Μπάμπης Τσέρτος και Κατερίνα Τσιρίδου) τραγουδούν  για τους κατοίκους της Μάνδρας.   

Να τραγουδάς, σε κάθε εποχή, για τους παρίες, για τους φαρμακωμένους και τους κατεστραμμένους, όταν μάλιστα άλλοι «φιλάνθρωποι», βλέπε Εκκλησία, απουσιάζουν ηχηρά, είναι πράξη βαθιά πολιτική. Και, δίχως να ομολογείται, ταξικώς μεροληπτική. Άρα και βαθιά αριστερή, ακόμη και αν οι δράστες της δεν αυτοορίζονται ως τέτοιοι.